- αλμπάνης
- ο1) кузнец (тк подковывающий лошадей); 2) перен. коновал (о враче)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλμπάνης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναστάσιος. Καταγόταν από τη Δίβρη της Ηλείας. Πήρε μέρος σε επιχειρήσεις στην Πάτρα, τα Καλάβρυτα, το Μεσολόγγι και την Αθήνα και διακρίθηκε για τη γενναιότητά του. Μετά την απελευθέρωση εντάχθηκε στους… … Dictionary of Greek
αλμπάνης — ο (λ. τουρκ.), θηλ. ισσα (για τη γυναίκα του αλμπάνη), πεταλωτής, αδέξιος τεχνίτης: Ζήτησαν στο χωριό αλμπάνη, αλλά αλμπάνης δεν υπήρχε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλιγωτής — και καλιβωτής ο [καλιγώνω] αυτός που έχει ως επάγγελμα να καλιγώνει, πεταλωτής, αλλ. αλμπάνης … Dictionary of Greek
πεταλωτής — ο, Ν ειδικός στο πετάλωμα τών αλόγων και άλλων ζώων, καλιγωτής, αλμπάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταλώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek